Bandiera Rossa

share

Το 1976 δεν υπήρχε άδεια μητρότητας και τα πράγματα ήταν πολύ δύσκολα για να μείνει η μάνα μου στο σπίτι να με μεγαλώσει όταν γεννήθηκα.  Σαράντα ημερών επέστρεψε στη δουλειά και ανέλαβε τη φροντίδα μου ο παππούς Άλκης, που ζούσε μαζί μας.  Ψηλός, κοντά δύο μέτρα, με μακριά άσπρα μαλλιά, γκρίζα μάτια και μια ουλή στο μέτωπο, από καυγά σε καφενείο στα νιάτα του.  Αριστερός ιδεολόγος που δεν στέριωσε ποτέ σε δουλειά, με το παρατσούκλι μπολσεβίκος και με μια βαθιά πληγή μέσα του, τον ξαφνικό θάνατο της αγαπημένης του Αυγής, της γιαγιάς μου.    

Αριστερος ιδεολογος που δεν στεριωσε ποτε σε δουλεια, με το παρατσουκλι μπολσεβικος και με μια βαθια πληγη μεσα του, τον ξαφνικο θανατο της αγαπημενης του Αυγης, της γιαγιας μου.      

Την πρώτη μέρα που θα πήγαινα στο δημοτικό προσπάθησε να μου μαζέψει τα σγουρά μαλλιά και αποφάσισε να ψαλιδίσει ό,τι περίσσευε κατά την κρίση του για να έχω ευπρεπή εμφάνιση.  Με συνόδευσε στην αυλή του καινούριου σχολείου και κλείνοντάς μου το μάτι μου είπε «hasta la victoria!». 

Όταν αργότερα στην τάξη η δασκάλα μας ρώτησε αν ξέρουμε κάποιο τραγουδάκι να της πούμε, εγώ σηκώθηκα με μεγάλη περηφάνια και τραγούδησα σε άπταιστα ιταλικά, χωρίς να ξέρω ιταλικά, με όλη τη δύναμη της παιδικής μου φωνής, το τραγούδι που μου μάθαινε ο παππούς Άλκης.

“Avanti popolo alla riscossa,

bandiera rossa,

bandiera rossa

Avanti popolo alla riscossa,

bandiera rossa

la triomphera

Evviva il comunismo e la liberta[i]

Αν και οι συμμαθητές μου ενθουσιάστηκαν με τον ρυθμό του τραγουδιού και κτυπούσαν παλαμάκια, η δασκάλα μετατράπηκε σε bandiera rossa[ii] και ο Διευθυντής κάλεσε τους γονείς μου, οι οποίοι παράτησαν τις δουλειές τους και έφτασαν στο σχολείο προσπαθώντας να σώσουν το όνομα της οικογένειας.  Έπεισαν τον Διευθυντή ότι ο παππούς είχε αποτρελαθεί και δεν ήξερε τι έλεγε.  Υποσχέθηκαν ότι θα έμπαινα στον σωστό δρόμο και ότι κανένα τέτοιο περιστατικό δεν θα επαναλαμβανόταν στον σχολικό χώρο. 

Το επόμενο Σάββατο η μητέρα μου με πήγε στο κατηχητικό της ενορίας.  Ο παππούς μου έβρισε μέσα από τα δόντια του όταν μας είδε να φεύγουμε.  Στο κατηχητικό φτιάξαμε μια εικόνα της Παναγίας με χαρτί γκοφρέ  και μια ευγενική κυρία με μουστάκι μας δίδαξε μια προσευχή.  Όταν επέστρεψα στο σπίτι κάθισα δίπλα στον παππού, που είχε κατεβασμένα τα μούτρα, και τον ρώτησα αν μπορούσαμε να παίξουμε «κομμωτήριο». Έφερα τις βούρτσες και τη λακ και ενώ χτένιζα τα άσπρα μακριά μαλλιά του, μου ψιθύρισε, «η θρησκεία είναι το όπιο το λαού».  Το επόμενο Σάββατο το ξεφούρνισα στο κατηχητικό και έληξε άδοξα και οριστικά η κατήχησή μου στην εκκλησία της ενορίας.

Εφερα τις βουρτσες και τη λακ και ενω χτενιζα τα ασπρα μακρια μαλλια του, μου ψιθυρισε, «η θρησκεια ειναι το οπιο το λαου».  Το επομενο Σαββατο το ξεφουρνισα στο κατηχητικο και εληξε αδοξα και οριστικα η κατηχηση μου στην εκκλησια της ενοριας.

Ήμουν η εγγονή του Άλκη του μπολσεβίκου και μέχρι να γίνω 15 χρονών ήξερα τι ήταν τα σοβιέτ, ποιοι ήταν οι παρτιζάνοι, τι ήταν το ΕΑΜ (και ότι μας έσωσε από την πείνα), αναγνώριζα τον Άρη Βελουχιώτη, τον Λένιν, τον Τρότσκι, τον Τσε, είχα δει τα «Πέτρινα Χρόνια» του Παντελή Βούλγαρη σε προβολή στο Ρωσικό Πολιτιστικό Κέντρο της πρωτεύουσας, διάβαζα Χρόνη Μίσσιο, Κοροβέση και Σινόπουλο και μπορούσα να συζητήσω το «Κεφάλαιο» του Μαρξ με ενήλικες. 

Ένα απόγευμα, όταν έφτασα στο σπίτι μετά το φροντιστήριο των αγγλικών, βρήκα τον πατέρα μου στην κουζίνα, χλωμό και αμήχανο, να προσπαθεί να μου εξηγήσει τι είχε συμβεί.  Ο παππούς είχε πάθει έμφραγμα.  Ήρθε ασθενοφόρο, τον βρήκε η μάνα μου κάτω, δεν μπορούσε να μιλήσει. 

Το επόμενο πρωί με πήγαν στο κρατικό νοσοκομείο.  Τον είδα ξαπλωμένο σε ένα στενό σιδερένιο κρεβάτι, σε ένα μεγάλο δωμάτιο με άλλους πέντε ασθενείς.  Μόλις πήγα κοντά του χαμογέλασε.  «Να δεις που θα πεθάνω και θα με βάλουν μέσα σε εκκλησία» μου είπε κάνοντας μια προσπάθεια να γελάσει δυνατά όπως το συνήθιζε, αλλά δεν είχε δυνάμεις.  Έπνιξε το γέλιο του ένας περίεργος βήχας.  Κάθισα όλη τη μέρα μαζί του.  Μου είπε να διαβάζω, να διαβάζω συνέχεια.  Ό,τι καταφέρω να βάλω στο κεφάλι μου κανείς δεν μπορεί να μου το κλέψει, είπε.  Μου μίλησε για τη γιαγιά μου, την Αυγή.  «Αν πίστευα σε θεό, κόλαση και παράδεισο, θα είχα τώρα την ελπίδα ότι μπορούσα να την συναντήσω», είπε.  Χτένισα τα άσπρα μακριά μαλλιά του και του υποσχέθηκα ότι θα πήγαινα ξανά την επόμενη μέρα.  Λίγο πριν τα μεσάνυχτα πέθανε. 

Μου μιλησε για τη γιαγια μου, την Αυγη.  «Αν πιστευα σε θεο, κολαση και παραδεισο, θα ειχα τωρα την ελπιδα οτι μπορουσα να την συναντησω», ειπε.  Χτενισα τα ασπρα μακρια μαλλια του και του υποσχεθηκα οτι θα πηγαινα ξανα την επομενη μερα.  Λιγο πριν τα μεσανυχτα πεθανε. 

Ξύπνησα το πρωί και το σπίτι ήταν γεμάτο κόσμο.  Είχαν έρθει οι αδερφές του και κάτι ξαδέρφια, η μάνα μου έκλαιγε απαρηγόρητη και ο πατέρας μου έτρεχε για τα διαδικαστικά της ταφής.  Περιπλανήθηκα ανάμεσά τους σαν υπνοβάτης και μετά επέστρεψα στο κρεβάτι μου.  Κουκουλώθηκα και αναρωτήθηκα πού θα πήγαινε η ψυχή του άθεου παππού Άλκη. 

Τη μέρα της κηδείας του, όταν πλησίασα το φέρετρο και κοίταξα μέσα πάγωσα.  Του είχαν φορέσει ένα μπλε κουστούμι.  Στο λαιμό του δεμένη άχαρα μια γραβάτα του πατέρα μου.  Ποτέ δεν φόρεσε πουκάμισο ο παππούς.  Ποτέ δεν έβαλε γραβάτα.  Φορούσε ζιβάγκο το χειμώνα και μαύρα μακό το καλοκαίρι.  Προσπάθησα να μιλήσω, να ρωτήσω τη μάνα μου, γιατί το έκαναν αυτό.  Ανοιγόκλεισα το στόμα μου μερικές φορές αλλά δεν έβγαινε κανένας ήχος.  Κοίταξα τον ιερέα.  Έμοιαζε με χταπόδι που άπλωνε με αναίδεια το πλοκάμι του, το έβαζε γύρω από τον λαιμό μου και δεν μπορούσα να πάρω ανάσα. 

Με έβγαλαν έξω από την εκκλησία.  Κάθισα στα σκαλιά και έκλαψα τόσο πολύ που άδειασε το μέσα μου.  Δεν το συγχώρεσα στη μάνα μου ποτέ.  Το κουστούμι και τη δανεική γραβάτα.  Την κηδεία που αυτός δεν ήθελε, γιατί δεν πίστευε στον θεό.  Τα μνημόσυνα και τα τρισάγια που ακολούθησαν. 

Δεν το συγχωρεσα στη μανα μου ποτε.  Το κουστουμι και τη δανεικη γραβατα.  Την κηδεια που αυτος δεν ηθελε, γιατι δεν πιστευε στον θεο.  Τα μνημοσυνα και τα τρισαγια που ακολουθησαν. 

Ένα βράδυ τον είδα στον ύπνο μου.  Φόραγε ζιβάγκο και καθάριζε πατάτες.  «Θα έρθει τώρα η μάνα σου και θα φωνάζει πάλι για τα τριγλυκερίδιά μου» είπε γελώντας δυνατά και μου έκλεισε το μάτι.  Από εκείνο το βράδυ κάθε φορά που έρχεται στο μυαλό μου σκέφτομαι «Χαμογέλα, ρε… τι σου ζητάνε;[iii]» και φαντάζομαι ότι η ψυχή του παππού μου είναι ένα δυνατό γέλιο που ανεμίζει σαν bandiera rossa πάνω από τα κεφάλια μας.

                                                                                                                       

[i] Ιταλικό πολιτικό τραγούδι, εμβατήριο του ιταλικού αγροτικού κινήματος αρχικά και εμβατήριο του σοσιαλισμού και του κομμουνισμού αργότερα.

[ii] Μετάφραση από τα ιταλικά «κόκκινη σημαία»

[iii] Τίτλος βιβλίου του Χρόνη Μίσσιου

Φωτογραφία: Ελένη Ιωαννίδου, Πρωταράς, Μάρτιος 2018

Ελενη Ιωαννιδου

Ελενη Ιωαννιδου

Η Ελένη Ιωαννίδου γεννήθηκε στις 22 Απριλίου του 1979, Κυριακή του Πάσχα, στη Λευκωσία της Κύπρου. Αν και ταξίδεψε πολύ, επέστρεφε πάντα στην Κύπρο, όπου και εγκαταστάθηκε μόνιμα το 2005, όταν διορίστηκε στη Μέση Εκπαίδευση ως Φιλόλογος. Στον ελεύθερό της χρόνο διαβάζει, βλέπει ταινίες, φτιάχνει και γράφει ιστορίες. Πιστεύει στις όμορφες στιγμές και ονειρεύεται ένα μεταθανάτιο πάρτι με τον Freddie Mercury.

Αρχή μιας νέας εποχής και θέλουμε μέσα από το AnAmnesia να δημιουργήσουμε μια κοινότητα, με την οποία θα μοιραζόμαστε όλα όσα αγαπάμε. Οι λέξεις της Ελένης θα γίνονται ιστορίες, οι περιπέτειες του Κρις θα ζωντανεύουν χώρες και πόλεις και η μουσική του Αειθαλούς θα μας ταξιδεύει ξανά και ξανά σε ό,τι καλό έχουμε μέσα στην ψυχή μας!

Follow us