Η Ζωή είχε σταματήσει στο σουπερμάρκετ μετά το γραφείο όπως κάθε Παρασκευή. Κοίταξε το ρολόι της. Είχε ακριβώς 45 λεπτά να διεκπεραιώσει τα ψώνια της εβδομάδας με βάση τη λίστα που κρατούσε στο χέρι της. Κρέμασε τη τσάντα της χιαστή, πήρε καρότσι και μπήκε μέσα. Στο ντελικατέσεν πήρε αριθμό προτεραιότητας και περίμενε στην ουρά, υπολογίζοντας ότι, αν ήταν σύντομοι οι πελάτες που προηγούνταν, όλα θα πήγαιναν μια χαρά με το χρόνο. Στις 5μμ έκλεινε ο παιδικός σταθμός και έπρεπε να είναι εκεί να παραλάβει το παιδί.
Κοίταξε πάλι το ρολόι της. Άρχισε λίγο να δυσανασχετεί γιατί η κυρία που είχε πάρει σειρά δεν είχε τελειωμό. Όλο το μαγαζί θα σήκωνε σήμερα; Εκεί που άρχισε να χάνει την υπομονή της, αντιλήφθηκε ότι τα μεγάφωνα του σουπερμάρκετ έπαιζαν Aerosmith. Μπροστά από τη βιτρίνα με τα εισαγόμενα σαλάμια και τα γκουρμέ τυριά η φωνή του Steve Tyler να τραγουδάει το Dream On την έκανε να σηκώσει το μανίκι του άσπρου πουκαμίσου της και να κοιτάξει τη μέσα πλευρά του καρπού της, σηκώνοντας λίγο το ρολόι που έκρυβε επιμελώς το τατουάζ της. Χαμογέλασε.
Μπροστά από τη βιτρίνα με τα εισαγόμενα σαλάμια και τα γκουρμέ τυριά η φωνή του Steve Tyler να τραγουδάει το Dream On την έκανε να σηκώσει το μανίκι του άσπρου πουκαμίσου της και να κοιτάξει τη μέσα πλευρά του καρπού της, σηκώνοντας λίγο το ρολόι που έκρυβε επιμελώς το τατουάζ της. Χαμογέλασε.
Στο Εδιμβούργο είχε πάει 19 χρονών. Με ένα σακίδιο στην πλάτη, μια αποσκευή που χώρεσε όλα της τα όνειρα βασικά, γιατί από ρούχα δεν πήρε πολλά, και το walkman της. Γράφτηκε στο μεταπτυχιακό του τμήματος Νομικής και βολεύτηκε στη φοιτητική εστία στην οδό Richmond, στην παλιά πόλη. Δεν δυσκολεύτηκε να προσαρμοστεί. Ήταν κάτι που το ήθελε πολύ άλλωστε. Πριν φύγει από το νησί ζήτησε από ένα τύπο που είχε μαγαζί με βινύλια να της φτιάξει κασέτες με τα αγαπημένα της τραγούδια.
-Ζωίτσα ο κόσμος αγοράζει cd τώρα, της είπε αυτός.
-Δεν έχω λεφτά τώρα, ούτε για cd, ούτε για cd player, είπε και του έδωσε μια λίστα με τα τραγούδια που ήθελε να της γράψει.
-Κατάθλιψη θα πάθεις με αυτά που ακούς. Όλους του τρελαμένους της γης. Να σου γράψω και μια με ελληνικά; Ρακιντζή, Μπίγαλη, Μαντώ, Αλέξια.
Αφού τακτοποιήθηκε στο Εδιμβούργο από εγγραφές, μαθήματα και δωμάτιο έψαξε για δουλειά. Καθόλου δεν δυσκολεύτηκε. Μπήκε στην πρώτη ελληνική ταβέρνα που είδε, τους χαιρέτησε ελληνικά και το ίδιο βράδυ φόρεσε ποδιά στην κουζίνα του εστιατορίου «Santorini Sunset», δύο τετράγωνα πιο κάτω από την εστία που έμενε.
Ένα βράδυ ενώ επέστρεφε στο δωμάτιο με τα walkman στα αυτιά κάποιος της τα άρπαξε από πίσω
-Για να δω τι ακούς;
Ένας σερβιτόρος από την ταβέρνα ήταν. Έβαλε στα αυτιά του τα ακουστικά και την κοίταξε στα μάτια.
-Aerosmith. Χμ… Μου αρέσεις. Είμαι ο Γιώργος και εσύ είσαι η Ζωή, ξέρω! Έλα μαζί μου, της είπε και την τράβηξε από το χέρι.
Ο Γιώργος μιλούσε ασταμάτητα και προχωρούσε γρήγορα. Ο κρύος αέρας και το ψιλόβροχο κτύπαγε το πρόσωπο της Ζωής αλλά αυτή μέσα της έκαιγε σαν καλοκαιρινός ήλιος.
Ο Γιώργος μιλούσε ασταμάτητα και προχωρούσε γρήγορα. Ο κρύος αέρας και το ψιλόβροχο κτύπαγε το πρόσωπο της Ζωής αλλά αυτή μέσα της έκαιγε σαν καλοκαιρινός ήλιος.
Μέχρι που έφτασαν μπροστά από ένα παλιό κτήριο και μια μικρή στενή πόρτα με μια καλλιγραφική επιγραφή «Τhe Blind Poet». Έσπρωξε ο Γιώργος την πόρτα και ανέβηκαν μια απότομη σκάλα που τους οδήγησε σε ένα μικρό μπαρ. Γεμάτο φοιτητόκοσμο, με μπύρες στο χέρι και στο βάθος μια μπάντα να τραγουδά το Dream On. Ο Γιώργος πήρε την κιθάρα του και ανέβηκε στην αυτοσχέδια σκηνή. Στο διάλειμμα τη σύστησε σε όλο το μαγαζί λέγοντας θριαμβευτικά «This is Zoe, the curly Greek».
Κάθε βράδυ τέλειωναν από τη δουλειά και περπατούσαν με τον Γιώργο μέχρι τη στενή πόρτα του «Blind Poet». Στο δρόμο έβλεπαν πάντα τους ίδιους ανθρώπους να κλείνουν τα μαγαζιά τους και τον ίδιο παππούλη να τους ζητά λεφτά για λίγο φαγητό, με χιόνι και βροχή καθισμένο στη ίδια γωνία, να λέει πάντα την ίδια ατάκα. Λίγο πιο κάτω μύριζε ινδικό φαγητό και αν κοιτούσες μέσα από ένα μικρό παράθυρο έβλεπες μια νεαρή Ινδή που κρατούσε το παιδί της στο ένα χέρι και ανακάτευε με το άλλο την κατσαρόλα. Μια παρέα Πολωνοί εργάτες έπιναν μπύρες στο πεζοδρόμιο και Τούρκοι περίμεναν στην ουρά για ένα ντόνερ κεμπάπ έξω από το γυράδικο «Marmaris». Δυο κοπέλες με κοντές φούστες και ψηλοτάκουνες γόβες διαφήμιζαν ένα αμφιβόλου ηθικής μπαρ που βρισκόταν στο επόμενο στενό. Οι οδοκαθαριστές της βραδινής βάρδιας σκούπιζαν τη βρώμα της μέρας από τα πεζοδρόμια.
Η Ζωή και ο Γιώργος χάνονταν μέσα στη στενή πόρτα του «Blind Poet» και ανέβαιναν τη σκάλα που τους οδηγούσε στον παράδεισο. Εκεί γεύτηκε η Ζωή τα πιο αληθινά φιλιά, χωρίς ενοχή, χωρίς όρια. Εκεί χόρεψε και γέλασε τόσα βράδια με κάθε κύτταρο της να πάλλεται γεμάτο αδρεναλίνη. Όχι γιατί ήταν νέα, αλλά γιατί μπορούσε να ονειρεύεται ακόμα.
Εκεί γεύτηκε η Ζωή τα πιο αληθινά φιλιά, χωρίς ενοχή, χωρίς όρια. Εκεί χόρεψε και γέλασε τόσα βράδια με κάθε κύτταρο της να πάλλεται γεμάτο αδρεναλίνη. Όχι γιατί ήταν νέα, αλλά γιατί μπορούσε να ονειρεύεται ακόμα.
Στην επιστροφή αγόραζε τσιγάρα και σοκολάτες από το περίπτερο, που έμενε όλο το βράδυ ανοικτό, στη στροφή, πριν την εστία. Πάντα ο ίδιος υπάλληλος της έλεγε καλημέρα και τα γυαλιά μυωπίας που φορούσε στην άκρη της μύτης του της θύμιζαν τον πατέρα της. Στην πύλη της εστίας έπρεπε να της ανοίξει ο Χέντρι, ο Σκωτσέζος φύλακας με το πλατύ χαμόγελο και το καλαμπούρι του. “Late again dear Zoe”. Στο δωμάτιο της καθόταν στο κρεβάτι και έβαζε τα walkman. Κοίταζε έξω από το παράθυρο μέχρι που άρχιζαν να φαίνονται αχνά οι στέγες των σπιτιών σε αυτή την παραμυθένια πόλη. «Η γκρίζα ώρα» σκεφτόταν και βυθιζόταν σε ένα βαθύ ύπνο.
Πριν φύγει από το Εδιμβούργο ζήτησε από τον Γιώργο να την ακολουθήσει στο νησί. Αρνήθηκε. Δεν υπήρχε κάποιος ιδιαίτερος λόγος, της είπε, να φύγει από το Εδιμβούργο. Εξάλλου θα πνιγόταν στο νησί μέσα σε ένα μήνα το πολύ και θα γινόταν γκρινιάρης και ανυπόφορος. Η Ζωή εκείνο το απόγευμα έκανε ένα μικρό τατουάζ στο δεξί της καρπό, στη μέσα πλευρά, με καλλιγραφικά γράμματα Dream On. Γύρισε στο νησί, παντρεύτηκε, βρήκε δουλειά σε ένα συμβολαιογράφο και σταμάτησε να ονειρεύεται. Το τατουάζ το έκρυβε πάντα με το ρολόι της.
Η Ζωή εκείνο το απόγευμα έκανε ένα μικρό τατουάζ στο δεξί της καρπό, στη μέσα πλευρά, με καλλιγραφικά γράμματα Dream On. Γύρισε στο νησί, παντρεύτηκε, βρήκε δουλειά σε ένα συμβολαιογράφο και σταμάτησε να ονειρεύεται. Το τατουάζ το έκρυβε πάντα με το ρολόι της.
-Κυρία μου, θα πείτε τι θέλετε παρακαλώ ή να πάμε στο επόμενο νούμερο;
Την επανάφερε, η τσιριχτή φωνή της εκνευρισμένης υπαλλήλου του ντελικατέσεν, στην πραγματικότητα.
Ξαφνικά δεν μπορούσε να πάρει ανάσα. Προσπάθησε να συγκεντρωθεί, να πει ποιο τυρί ήθελε, αλλά της ήταν αδύνατο. Βγήκε παραπατώντας έξω από το σουπερμάρκετ. Έφτασε στο αυτοκίνητο. Έσκυψε το σώμα της ακουμπώντας τις παλάμες της στα γόνατά της. Σε μερικά λεπτά η αναπνοή της άρχισε να επανέρχεται σε φυσιολογικό ρυθμό. Άνοιξε την πόρτα του αυτοκινήτου και μπήκε μέσα. Ξεκίνησε τη μηχανή. Κατέβασε το παράθυρο και άπλωσε τα χέρια της στο τιμόνι. Κοίταξε στο χέρι της το ρολόι. Γύρισε τον καρπό της και σηκώνοντας το λίγο κοίταξε ξανά το τατουάζ. Έβγαλε το ρολόι και το πέταξε έξω από το παράθυρο.