Η τελευταια πανσεληνος του καλοκαιριου

share

Η Στέλλα έφτασε στο αεροδρόμιο της Μυτιλήνης στις εφτά το πρωί.  Πήρε το σακίδιο της και προχώρησε προς την έξοδο με μιαν απροσδιόριστη αγωνία που γινόταν πόνος στο στομάχι.  Πήρε καφέ και κάθισε έξω, σε ένα τραπεζάκι, στρίβοντας τσιγάρο με αργές κινήσεις.  Ροκάνιζε τον χρόνο, αναβάλλοντας την ώρα που θα έπαιρνε το λεωφορείο.  Εξάλλου γιατί να βιάζεται;  Κανένας δεν την περίμενε. 

Δεν ειδοποίησε ότι θα ανέβαινε στο νησί.  Ήθελε πρώτα να περάσει λίγο χρόνο μόνη της, να καθαρίσει το μυαλό της.  Μετά θα πήγαινε να δει τους δικούς της. Δεν τους είπε ούτε ότι χώρισε με τον Νταβίντ.  Δεν μπορούσε να διανοηθεί ότι θα άκουγε από τηλεφώνου, με τη γνωστή βαριά προφορά, το κήρυγμα, εναλλάξ, μάνας και γιαγιάς, για το ότι παντρεύτηκε τον Γάλλο και έριξε μαύρη πέτρα πίσω της, χωρίς να λογαριάσει οικογένεια και πατρίδα και τώρα καλά να πάθει.  Γιατί, σύμφωνα και με τον πατέρα της, άνθρωποι μεγαλωμένοι σε ξένες χώρες, που δεν μιλάνε την ίδια γλώσσα, σε γάμο δε στεριώνουν.

Έμεινε να κοιτάζει το τελειωμένο τσιγάρο ανάμεσα στα δάχτυλά της. Ήπιε μια τελευταία γουλιά καφέ και σηκώθηκε.  Πήρε μια βαθιά ανάσα.  Κούμπωσε το παλτό της, τύλιξε το μακρύ κασκόλ γύρω από τον λαιμό της και προχώρησε στη στάση των λεωφορείων.  

Έφτασε στην Ερεσό λίγο πριν το ηλιοβασίλεμα.  Το λεωφορείο σταμάτησε όπως πάντα στην πλατεία.  Οι ψίθυροι και τα αδιάκριτα βλέμματα την ακολούθησαν μέχρι τη στροφή για το στενό που κατέβαινε στη θάλασσα.  Πρώτα εκεί θα πήγαινε. 

Έφτασε στην Ερεσό λίγο πριν το ηλιοβασίλεμα.  Το λεωφορείο σταμάτησε όπως πάντα στην πλατεία.  Οι ψίθυροι και τα αδιάκριτα βλέμματα την ακολούθησαν μέχρι τη στροφή για το στενό που κατέβαινε στη θάλασσα.  Πρώτα εκεί θα πήγαινε. 

Βρέθηκε στον μεγάλο πεζόδρομο που εκτεινόταν κατά μήκος της ακτής.  Άρχισε να περπατά παράλληλα με την παραλία και να κοιτάζει το βαθύ γαλάζιο του Αιγαίου να απλώνεται στον ορίζοντα.  Κατέβηκε τα σκαλάκια και βρέθηκε στα βότσαλα της αγαπημένης της θάλασσας.  Έσκυψε και τα χάιδεψε και όλα ήρθαν πίσω στο μυαλό της σαν χείμαρρος.  Τα καλοκαίρια στο νησί, η αλμύρα στο κορμί της, τα ούζα στις ταβέρνες, τα ηλιοβασιλέματα, τα αγγίγματα, οι αγκαλιές, τα ατέλειωτα γέλια, τα πρώτα τσιγάρα, τα κοκτέιλ στο Parasol, ξημέρωμα σ’ αυτήν εδώ την παραλία να κοιτάζει τα αστέρια που σβήνουν στο πρώτο φως της μέρας.

Τα καλοκαίρια στο νησί, η αλμύρα στο κορμί της, τα ούζα στις ταβέρνες, τα ηλιοβασιλέματα, τα αγγίγματα, οι αγκαλιές, τα ατέλειωτα γέλια, τα πρώτα τσιγάρα, τα κοκτέιλ στο Parasol, ξημέρωμα σ’ αυτήν εδώ την παραλία να κοιτάζει τα αστέρια που σβήνουν στο πρώτο φως της μέρας.

Ο χειμερινός ήλιος την έκανε να χαμογελάσει. Άφησε κάτω το σακίδιό της.  Ξεκούμπωσε το παλτό της και ξετύλιξε το κασκόλ από τον λαιμό της.  Έκλεισε τα μάτια της και πρόσταξε τον εαυτό της «να νιώσει τη στιγμή»,  όπως τη συμβούλευε η ψυχοθεραπεύτριά της  στο Παρίσι.  «Pleine conscience».  Ενσυνείδηση.  Συγκεντρώθηκε στον ήχο της θάλασσας, στον ήλιο που ζέσταινε το πρόσωπό της και στο απογευματινό αεράκι που της χάιδευε τα μαλλιά.  Τα μάτια της υγράθηκαν.  Κάθισε στα βότσαλα.  Ακόμα μια βαθιά ανάσα που δεν βοήθησε και πολύ.  Δύο δάκρυα κύλησαν στα μάγουλά της.  Άναψε τσιγάρο. 

Το τελευταίο καλοκαίρι που πέρασε στο νησί είχε κολυμπήσει με τον Γιάννη μέχρι τον βράχο απέναντι.  Ένα Αυγουστιάτικο απόγευμα. Παραμονή του Αγίου Φανουρίου. Σκαρφάλωσαν στο βράχο και κάθισαν εκεί πολλή ώρα.  Αυτή είχε πάρει την υποτροφία και αποφάσισε να φύγει για το Παρίσι.  Αυτός είχε ήδη βρει δουλειά στην Αθήνα.  Δεν είχανε να πούνε και πολλά.  Σήκωσε αέρα. Βούτηξαν να γυρίσουν στην ακτή και κολυμπούσαν κόντρα στο κύμα.  Είχε φοβηθεί πολύ.  Κολυμπούσε καταπίνοντας νερό από τα κύματα, πάλευαν τα χέρια και τα πόδια της, της κοβόταν η ανάσα και φώναζε στον Γιάννη ότι φοβάται.  Το μόνο που ήθελε ήταν να της κρατήσει το χέρι.  Να της πει ότι μαζί θα τα καταφέρουν και όταν φτάσουν στην ακτή όλα να ήταν όπως πριν.  Χωρίς διλήμματα.  Αυτός της φώναξε ότι δεν υπάρχει επιλογή.  Έπρεπε να κολυμπήσει με όλη της τη δύναμη να γυρίσει πίσω στην ακτή. 

Βγήκε πρώτος αυτός και με κομμένη την ανάσα ξάπλωσε στα βότσαλα ανάσκελα να συνέλθει.  Λίγο μετά τα κατάφερε κι αυτή.  Έτρεξαν κάποιοι που παρακολουθούσαν την προσπάθειά τους να τη βοηθήσουν.  Αρνήθηκε με πείσμα.

Εκείνο το βράδυ είχε πανσέληνο.  Την τελευταία πανσέληνο του καλοκαιριού.  Το επόμενο πρωί ο Γιάννης έφυγε για την Αθήνα. 

Εκείνο το βράδυ είχε πανσέληνο.  Την τελευταία πανσέληνο του καλοκαιριού.  Το επόμενο πρωί ο Γιάννης έφυγε για την Αθήνα. 

Έμεινε να κοιτάζει το τελειωμένο τσιγάρο ανάμεσα στα δάχτυλά της.  Ήταν ήδη απόγευμα και ο ήλιος έδυε πίσω από το βράχο απέναντι γεμίζοντας τον ουρανό με ένα βαθύ κόκκινο χρώμα.

Στη φωτογραφία απεικονίζεται  η Σκάλα Ερεσού στο νησί Λέσβος.  Λήψη της Ελένης Ιωαννίδου, το 2015.

Ελενη Ιωαννιδου

Ελενη Ιωαννιδου

Η Ελένη Ιωαννίδου γεννήθηκε στις 22 Απριλίου του 1979, Κυριακή του Πάσχα, στη Λευκωσία της Κύπρου. Αν και ταξίδεψε πολύ, επέστρεφε πάντα στην Κύπρο, όπου και εγκαταστάθηκε μόνιμα το 2005, όταν διορίστηκε στη Μέση Εκπαίδευση ως Φιλόλογος. Στον ελεύθερό της χρόνο διαβάζει, βλέπει ταινίες, φτιάχνει και γράφει ιστορίες. Πιστεύει στις όμορφες στιγμές και ονειρεύεται ένα μεταθανάτιο πάρτι με τον Freddie Mercury.

Αρχή μιας νέας εποχής και θέλουμε μέσα από το AnAmnesia να δημιουργήσουμε μια κοινότητα, με την οποία θα μοιραζόμαστε όλα όσα αγαπάμε. Οι λέξεις της Ελένης θα γίνονται ιστορίες, οι περιπέτειες του Κρις θα ζωντανεύουν χώρες και πόλεις και η μουσική του Αειθαλούς θα μας ταξιδεύει ξανά και ξανά σε ό,τι καλό έχουμε μέσα στην ψυχή μας!

Follow us