Μυρμηγκια

share

Το σπίτι μύριζε καθαριότητα.  Έριξα μια γρήγορη ματιά γύρω μου.  Όλα στην εντέλεια, όπως πάντα άλλωστε.  Στο σύνθετο έπιπλο του μικρού προσφυγικού σπιτιού, στον συνοικισμό με αριθμό ΙΙ της πρωτεύουσας, η γιαγιά είχε παραταγμένες μια σειρά από φωτογραφίες που κατάφερε να φέρει μαζί της από την Κερύνεια.  Η φωτογραφία του γάμου της με τον παππού.  Μια οικογενειακή φωτογραφία με το ζεύγος και τα δύο παιδιά τους, τη μητέρα μου και τον θείο.  Ο θείος στρατιώτης να κοιτάζει λοξά τον φακό.  Η φωτογραφία της μάνας μου με τον πατέρα μου από ένα καλοκαίρι στην Κερύνεια.  Δίπλα οι “αχώριστοι”, εγώ μαζί με τον Παναγιώτη, το γειτονόπουλο μας στην Κερύνεια με ένα τεράστιο χαμόγελο αγκαλιασμένοι.  Στην άκρη του σύνθετου το τρανζιστοράκι με την πτυσσόμενη αντένα.

Εκείνος ο Ιούλης ξεκίνησε περίεργα.  Ζέστη και υγρασία και ανήσυχες κουβέντες δεξιά και αριστερά.  Εγώ ήμουν δέκα χρονών.  Με είχαν στείλει οι γονείς μου στο χωριό διακοπές, όπως κάθε καλοκαίρι. 

Εκείνος ο Ιούλης ξεκίνησε περίεργα.  Ζέστη και υγρασία και ανήσυχες κουβέντες δεξιά και αριστερά.  Εγώ ήμουν δέκα χρονών.  Με είχαν στείλει οι γονείς μου στο χωριό διακοπές, όπως κάθε καλοκαίρι. 

Αλήτευα με τον Παναγιώτη όλη μέρα, ξένοιαστος και ευτυχισμένος.  Βουτιές, ψάρεμα, βαρκάδες και νύχτες με ξάστερο ουρανό.  Βόλτες με τα ποδήλατα και κόκα κόλες σε γυάλινο μπουκάλι.  Ο παππούς να μαστορεύει και να σκαλίζει το λαχανόκηπο.  Η γιαγιά να φτιάχνει μαρμελάδες και γλυκά του κουταλιού.  Ο θείος να με γαργαλά με κάθε ευκαιρία.  Το τρανζιστοράκι με την πτυσσόμενη αντένα έπαιζε μονίμως μουσική, γεμίζοντας τις καλοκαιρινές μας μέρες.  Ο παππούς μεράκλωνε με τα λαϊκά άσματα γεμάτα πόνο και καημό.  Η γιαγιά κτυπούσε ρυθμικά το πόδι της ενώ καθάριζε πατάτες και κρεμμύδια όταν της άρεσε ένα τραγούδι.  Εγώ και ο θείος περιμέναμε να παίξει “εγγλέζικα” για να χορέψουμε shake, γελώντας δυνατά.    

Η γιαγιά εκείνο τον Ιούλη, αναμέσα στα τηγάνια και τις γλάστρες της, ξεφυσούσε συνεχώς, γιατί έκανε πόλεμο με τα μυρμήγκια.  Ορδές μυρμηγκιών τρύπωναν κάθε μέρα στο πεντακάθαρο της σπίτι και την εκνεύριζαν. 

Η γιαγιά εκείνο τον Ιούλη, ανάμεσα στα τηγάνια και τις γλάστρες της, ξεφυσούσε συνεχώς, γιατί  έκανε πόλεμο με τα μυρμήγκια.  Ορδές μυρμηγκιών τρύπωναν κάθε μέρα στο πεντακάθαρο της σπίτι και την εκνεύριζαν. 

Τα εξολόθρευε, έτριβε ξανά και ξανά τα πατώματα και όλες τις επιφάνειες του σπιτιού και πάλι την επομένη, αυτά εκεί, εμφανίζονταν ξανά.  Σε μακριές ουρές να πηγαινοέρχονται και η γιαγιά να μουρμουρίζει «καταραμένα, τίποτα δεν καταλαβαίνετε». 

Δεν θυμάμαι να σας πω τα γεγονότα με τη σειρά όπως έγιναν εκείνο το πρωί.  Θυμάμαι μόνο τη γιαγιά να με ξυπνά και να με σέρνει σχεδόν μέχρι την αυλή.  Ο θείος μου συζητούσε έντονα με τον παππού και το τρανζιστοράκι ήταν βουβό.  Χωρίς να το καταλάβω βρέθηκα στο αυτοκίνητο του Παναγιώτη.  Μαζί με όλη την οικογένειά του στριμώχτηκα με τη βοήθεια της γιαγιάς που έλεγε ακατάληπτα «ευχαριστώ» ανακατεμένα με «Καταραμένοι» και «Ο θεός να μας βοηθήσει».  Το αυτοκίνητο ξεκίνησε και εγώ ανάμεσα στον Παναγιώτη και την αδερφή του ένιωσα να με πιέζει η κύστη μου γιατί δεν πρόλαβα να πάω στην τουαλέτα.  Μου ψιθύρισε στο αυτί ο Παναγιώτης «Παύλο ήρταν οι Τούρτζοι» και τότε συνειδητοποίησα ότι η γιαγιά με έβαλε στο αυτοκίνητο με το εσώρουχο.  

Το αυτοκίνητο ξεκίνησε και εγώ ανάμεσα στον Παναγιώτη και την αδερφή του ένιωσα να με πιέζει η κύστη μου γιατί δεν πρόλαβα να πάω στην τουαλέτα.  Μου ψιθύρισε στο αυτί ο Παναγιώτης «Παύλο ήρταν οι Τούρτζοι» και τότε συνειδητοποίησα ότι η γιαγιά με έβαλε στο αυτοκίνητο με το εσώρουχο. 

Πριν πεθάνει η γιαγιά και ενώ ψυχομαχούσε θυμήθηκε ξανά τα μυρμήγκια εκείνου του Ιούλη.  Άτιμο πράμα.  Ορδές να μπαινοβγαίνουν στο σπίτι σου και εσύ όλο να τα σκοτώνεις και αυτά πάλι να έρχονται. Της είπα ότι τώρα ψεκάζουν με ειδικά φάρμακα και ξεφορτώνεσαι τα μυρμήγκια.  Αυτή επέμενε.  “Ορδές” μου έλεγε, “ορδές“.  Μετά με κοίταξε στα μάτια και σφίγγοντας το χέρι μου, ζήτησε συγγνώμη που με έβαλε στο αυτοκίνητο του γείτονα εκείνο το πρωί του Ιούλη με το σώβρακο.

Κοίταξα άλλη μια φορά τις φωτογραφίες παραταγμένες στο σύνθετο έπιπλο του μικρού προσφυγικού σπιτιού.  Άπλωσα το χέρι μου και πήρα μόνο το τρανζιστοράκι με την πτυσσόμενη αντένα που ήταν στην άκρη.  Κλείδωσα την πόρτα και έφυγα.

 

Ελενη Ιωαννιδου

Ελενη Ιωαννιδου

Η Ελένη Ιωαννίδου γεννήθηκε στις 22 Απριλίου του 1979, Κυριακή του Πάσχα, στη Λευκωσία της Κύπρου. Αν και ταξίδεψε πολύ, επέστρεφε πάντα στην Κύπρο, όπου και εγκαταστάθηκε μόνιμα το 2005, όταν διορίστηκε στη Μέση Εκπαίδευση ως Φιλόλογος. Στον ελεύθερό της χρόνο διαβάζει, βλέπει ταινίες, φτιάχνει και γράφει ιστορίες. Πιστεύει στις όμορφες στιγμές και ονειρεύεται ένα μεταθανάτιο πάρτι με τον Freddie Mercury.

Αρχή μιας νέας εποχής και θέλουμε μέσα από το AnAmnesia να δημιουργήσουμε μια κοινότητα, με την οποία θα μοιραζόμαστε όλα όσα αγαπάμε. Οι λέξεις της Ελένης θα γίνονται ιστορίες, οι περιπέτειες του Κρις θα ζωντανεύουν χώρες και πόλεις και η μουσική του Αειθαλούς θα μας ταξιδεύει ξανά και ξανά σε ό,τι καλό έχουμε μέσα στην ψυχή μας!

Follow us