Γραφει ο chris mylonas
Ο Λουκάς ήταν γεννημένος στα μέσα της δεκαετίας του ’80. Μεγαλωμένος σε μια επαρχιακή πόλη της Δυτικής Μακεδονίας, παιδί μιας μικροαστικής οικογένειας, από μικρός ονειρευόταν να γίνει μαθηματικός! Αγαπούσε τους αριθμούς, μιας και είχαν έναν ιδιαίτερο τρόπο να τον μαγεύουν και πάντα έλεγε στους δασκάλους του: «όταν μεγαλώσω θα γίνω μαθηματικός…ένας νέος Πυθαγόρας…»
Τα χρόνια πέρασαν και ο Λουκάς έπρεπε να αποφασίσει αν πράγματι θα ακολουθούσε το μεγάλο παιδικό του όνειρο. Οι βαθμοί του ήταν εξαιρετικοί, ιδίως στα μαθήματα που απαιτούσαν πρακτική σκέψη και όλοι οι καθηγητές τον προόριζαν για κάποια υψηλόβαθμη σχολή στο Πολυτεχνείο. Όταν πήγαιναν στο σχολείο οι γονείς του, ο κύριος Μπάμπης και η κυρία Καλλιόπη, να ρωτήσουν για την επίδοσή του, πάντα έφευγαν συγκινημένοι από τα λόγια των καθηγητών για το μονάκριβο παιδί τους… «ο Λουκάς θα φτάσει πολύ ψηλά…δεν είναι για το Μαθηματικό…θα χαραμιστεί το παιδί…» Ήταν το μόνιμο τροπάριο που αποτύπωνε τα στερεότυπα της ελληνικής κοινωνίας, εκεί κάπου λίγο πριν τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004.
Ανήμερα των γενεθλίων του, τη μέρα που έκλεινε τα 18, ο Λουκάς πήρε ίσως την πιο ευχάριστη είδηση στη μέχρι τότε ζωή του. Είχε περάσει πρώτος στο Μαθηματικό της Αθήνας. Λίγο καιρό πριν, είχε κάνει την πρώτη μικρή του επανάσταση. Είχε δηλώσει μονάχα μια σχολή επιλογής στο μηχανογραφικό του δελτίο. Ονειρευόταν να γίνει μαθηματικός από μικρό παιδί και αυτό δεν άλλαζε! Ο κύριος Μπάμπης στενοχωρήθηκε γιατί ο ίδιος ονειρευόταν να τον δει στο Πολυτεχνείο. Δεν είπε όμως τίποτα. Είχε μάθει στη ζωή του να σέβεται τα όνειρα των νέων ανθρώπων, πόσο μάλλον του ίδιου του του παιδιού. Η κυρία Καλλιόπη ήταν χαρούμενη και μόνο που έβλεπε τα μελιά μάτια του Λουκά να λάμπουν από χαρά όταν της έλεγε «μαμά, θα γίνω σπουδαίος μαθηματικός και θα σε κάνω περήφανη». Της αρκούσε να τον βλέπει ευτυχισμένο όποιες κι αν ήταν οι επιλογές του.
Οι δυο συνταξιούχοι δάσκαλοι απέκτησαν το μοναχοπαίδι τους σε μεγάλη ηλικία. Δυσκολεύτηκαν αρκετά μέχρι να καταφέρουν να γίνουν γονείς. Η κυρία Καλλιόπη είχε αποβάλει δυο φορές. Tελικά το πήραν απόφαση πως θα υιοθετήσουν ένα παιδί. Δεν τους ένοιαζε το πώς. Σημασία γι’αυτούς είχε να χαρίσουν απλόχερα την αγάπη που ένιωθαν μέσα τους για τα παιδιά και τι πιο όμορφο από το να προσφέρουν αυτήν την αγάπη σε ένα ορφανό παιδί.
Η διαδικασία της υιοθεσίας ήταν αρκετά χρονοβόρα. Τελικά, μετά από περίπου δυο χρόνια γεμάτα αγωνία, άγχος και απίστευτη πάλη απέναντι στο τέρας της γραφειοκρατίας, ήρθε στον δρόμο τους ένα γλυκύτατο καστανόξανθο πλασματάκι, με όμορφα μελιά μάτια. Όχι πως είχε σημασία η εμφάνιση, καθόλου δεν τους ένοιαζε. Απλά να, ήταν εκείνη η στιγμή που η μάνα παίρνει στην αγκαλιά της το παιδί και κάνει όνειρα για το μέλλον του, χαϊδεύοντας τα μαλλάκια του και βλέποντάς το μες στα μάτια. Τότε ήταν μονάχα που η κυρία Καλλιόπη παρατηρούσε τα όμορφα σαγηνευτικά χαρακτηριστικά του γιόκα της.
Στα χρόνια που μεσολάβησαν, η πιο δύσκολη στιγμή για το ηλικωμένο ζευγάρι ήταν εκείνη που χρειάστηκε να αποκαλύψουν στον μονάκριβο Λουκά τους πως ήταν υιοθετημένος. Το παιδί, όμως, είχε πλάσει έναν τέτοιο χαρακτήρα που στα οκτώ του χρόνια είχε την ωριμότητα να τους πει πως πλέον, μετά κι από αυτό, τους αγαπούσε ακόμα πιο πολύ, γιατί καταλάβαινε πόσο σπουδαίοι άνθρωποι ήταν. Τους βιολογικούς του γονείς ο Λουκάς δεν θα τους γνώριζε ποτέ. Η μητέρα του πέθανε πάνω στη γέννα. Ο βιολογικός του πατέρας ήταν εθισμένος στον τζόγο.
Τους βιολογικούς του γονείς ο Λουκάς δεν θα τους γνώριζε ποτέ. Η μητέρα του πέθανε πάνω στη γέννα. Ο βιολογικός του πατέρας ήταν εθισμένος στον τζόγο.
Δεν είχε τη δύναμη να μεγαλώσει ένα παιδί μοναχός του και τον έδωσε για υιοθεσία, γιατί θεωρούσε πως ήταν ένα επιπλέον βάρος για τον ίδιο… κάτι σαν ένα έξτρα χρέος που τον βάραινε και δεν θα μπορούσε ποτέ να το ξοφλήσει. Τελικά, έμαθαν πως αυτοκτόνησε, λίγα χρόνια μετά την υιοθεσία, έξω από μια χαρτοπαιχτική λέσχη στη Λάρισα.
Στην Αθήνα, τα πρώτα χρόνια, ο Λουκάς ήταν έτσι ακριβώς όπως θα τον περίμεναν όσοι τον γνώριζαν καλά. Ενθουσιασμένος με τη σχολή του, διψασμένος για γνώση και πάντα πρόθυμος να κάνει το κάτι παραπάνω για την επιστήμη που αγαπούσε. Κοινωνικός στις παρέες, πάντα επιζητούσε να κάνει καινούριους φίλους, μιας που, ως μοναχοπαίδι, απεχθανόταν τη μοναξιά που του είχε στοιχίσει πολύ στα μαθητικά του χρόνια. Όλα κυλούσαν φυσιολογικά, οι παρέες, τα φλερτ, οι επιδόσεις στη σχολή. Το πτυχίο για τον Λουκά ήρθε στην ώρα του, στα τέσσερα χρόνια ακριβώς, με άριστα και με μια υποτροφία να τον περιμένει για να συνεχίσει με μεταπτυχιακές σπουδές.
Ήταν όμως εκείνη η βραδιά που βγήκε για να γιορτάσει την επιτυχία της αποφοίτησής του, η μέρα που έμελλε να τ’ αλλάξει όλα. Κάποιος από την παρέα του Λουκά έριξε την ιδέα να πάνε στην Πάρνηθα, στο καζίνο. Όλοι συμφώνησαν. Ο Λουκάς είχε διαβάσει βιβλία που αφορούσαν την «τέχνη» και τις τεχνικές της γαλλικής ρουλέτας. Τον είχε συνεπάρει η ιδέα πως μπορεί να κρύβεται μια ολόκληρη «επιστήμη» πίσω από όλους αυτούς τους μυθικούς μεγάλους παίκτες των καζίνο και φυσικά τον ενθουσίαζε το γεγονός πως όλα αυτά που είχε μελετήσει είχαν να κάνουν με τα μαθηματικά.
Στα 23 του χρόνια, του είχε δημιουργηθεί αρκετές φορές η επιθυμία να δοκιμάσει την τύχη του στον “ναό του χρήματος”, όχι τόσο γιατί επιδίωκε το κέρδος, δεν τον πολυενδιέφερε να γίνει πλούσιος. Εξάλλου, οι γονείς του είχαν φροντίσει να έχει μια σχετικά άνετη ζωή. Ήταν κυρίως μια περιέργεια, αλλά και μια θεοποίηση της επιστήμης του, που αθώα πίστευε πως αποτελούσε τη βάση για την επιτυχία των μεγάλων παικτών. Είχε όμως και μια έμφυτη ιδιόμορφη αποστροφή προς τον τζόγο ή, τουλάχιστον, έτσι ήθελε να πιστεύει. Ίσως να είχαν παίξει κάποιον ρόλο οι νουθεσίες της κυρίας Καλλιόπης, ίσως πάλι να απεχθάνονταν ενστικτωδώς τα τυχερά παιχνίδια, λόγω του παρελθόντος του βιολογικού του πατέρα και του τρόπου με τον οποίο αυτός έβαλε τέρμα στη ζωή του.
Η νύχτα στο καζίνο κύλησε μάλλον φυσιολογικά και ίσως υποτονικά, χωρίς πολλά κέρδη, χωρίς πολλές απώλειες και χωρίς πολλές συγκινήσεις… για τους υπόλοιπους… για όλους τους άλλους, εκτός από τον Λουκά… Και αυτό γιατί ο Λουκάς παρατηρούσε, έλεγχε, κατέγραφε, περιεργαζόταν, ενθουσιαζόταν. Έβλεπε τον χώρο περισσότερο ως μια απέραντη «μαθηματική παιδική χαρά», πάρα ως έναν χώρο όπου χάνονται περιουσίες και καταστρέφονται ζωές.
Εκείνη η πρώτη ουσιαστική επαφή του με τη γαλλική ρουλέτα, υπήρξε για τον Λουκά το μετέωρο βήμα προς τον εθισμό κι ας μην το αντιλαμβανόταν την ώρα που κέρδιζε για πρώτη φορά το αστείο ποσό των 36 ευρώ, ποντάροντας μονάχα ένα ευρώ «έτσι για την πλάκα», όπως είπε, στο 21 κόκκινο, πού ήταν η ημερομηνία γέννησής του. Η υπόλοιπη βραδιά ήταν η αρχή ενός ταξιδιού παρατήρησης και εξοικείωσης, ενός ταξιδιού που μόλις ξεκινούσε και, δυστυχώς για τον ίδιο, έμελλε να διαρκέσει αρκετά χρόνια.
Η υπόλοιπη βραδιά ήταν η αρχή ενός ταξιδιού παρατήρησης και εξοικείωσης, ενός ταξιδιού που μόλις ξεκινούσε και, δυστυχώς για τον ίδιο, έμελλε να διαρκέσει αρκετά χρόνια.
Ο Λουκάς άρχισε να συχνάζει στην Πάρνηθα, άλλοτε με παρέα κι άλλοτε μόνος. Στην αρχή έβρισκε σαν άλλοθι, απέναντι στις υποσυνείδητες τύψεις του, το ωραίο φαγητό του εστιατορίου και τη μαγευτική διαδρομή με το τελεφερίκ. Σιγά σιγά άρχισε να εξοικειώνεται με την ιδέα της καθημερινής επίσκεψης στο καζίνο, σε βαθμό τέτοιο που να παρεξηγείται, όταν ο περίγυρός του μουρμούριζε, θέλοντας, προφανώς, να τον προστατέψει. Έλεγε πως «μελετούσε την εφαρμογή της στατιστικής στην πραγματικότητα ενός καζίνο» και πίστευε πως θα βρει τον μαθηματικό εκείνο τύπο που θα του επέτρεπε να προβλέπει με ακρίβεια την επόμενη «μπιλιά» της ρουλέτας. Κατά βάθος, βέβαια, ίσως και να το πίστευε. Είχε μάθει απ’έξω όλους τους τρόπους πονταρίσματος, την ειδική ορολογία, διάφορες περίεργες τεχνικές στοιχηματισμού. Ήταν σαν να έκανε μια ιδιόρρυθμη διατριβή πάνω στη στατιστική ακολουθία των αριθμών που προκύπτουν στη ρουλέτα.
Ο νεαρός μαθηματικός γνώριζε καλά πως για να κερδίσει κάποιος έπρεπε να κοιτάζει τον πίνακα των αριθμών και όχι την ίδια τη ρουλέτα. Ήξερε ονομασίες, όπως τα voisins (γειτονικά νούμερα στο μηδέν), τα tiers (τα νούμερα που αποτελούν το ένα τρίτο της ρουλέτας απέναντι από το μηδέν) και τα orphalines (μια οκτάδα «ορφανών» αριθμών στο μέσο περίπου των δυο άκρων της ρουλέτας). Είχε εξασκηθεί μέσα από την παρατήρηση αλλά και την καθημερινή του ενασχόληση στο πώς να ποντάρει με τεχνικές που αγνοούσαν πολύπειροι παίκτες της ρουλέτας.
Όλα αυτά όμως που άρχισαν ως επιστημονική διαστροφή ή ακόμα και ως παιχνίδι, κατέληξαν ν’αποτελούν εθισμό για τον Λουκά. Στα χρόνια που ακολούθησαν, έχασε φίλους, χώρισε από συντρόφους που παραμελούσε λόγω της εμμονής του με τον τζόγο, άρχισε να απομακρύνεται ακόμα κι από τους ίδιους του τους γονείς. Η κατρακύλα του δεν είχε σταματημό, καθώς ο,τι χρήματα έμπαιναν στον λογαριασμό του από τους συνταξιούχους γονείς του σύντομα εξανεμίζονταν στον βωμό της «στατιστικής μελέτης» μιας άπιαστης αριθμητικής ακολουθίας στη γαλλική ρουλέτα.
Ώσπου έφτασε μια φθινοπωρινή βραδιά που έμοιαζε να είναι όπως όλες οι άλλες των τελευταίων χρόνων. Ο Λουκάς είχε πάρει τη γνωστή θέση του παρατηρητή στο τραπέζι μιας ρουλέτας κοντά στο μπαρ. Μόνη εξαίρεση ίσως το αυθημερόν ταξίδι του που είχε προηγηθεί. Είχε φύγει ξημερώματα και είχε κιόλας επιστρέψει αργά το βράδυ από την Κοζάνη, όπου είχε πάει για το μνημόσυνο των γονιών του. Είχαν περάσει κιόλας τρία χρόνια από τη μέρα που τους έχασε σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα. Δεν πτοήθηκε όμως ούτε από σεβασμό στη μνήμη των γονιών του και ήταν πιστός στο καθημερινό του ραντεβού με το πάθος του.
Γύρω από τον Λουκά, γνώριμες φιγούρες. Οι γνωστοί θαμώνες του χώρου και οι κρουπιέρηδες αποτελούσαν τη νέα του «οικογένεια» εδώ και μερικά χρόνια. Εξαίρεση για εκείνο το βράδυ ένας κύριος με εντυπωσιακή cult εμφάνιση, τον οποίο ο Λουκάς θυμόταν από παλιότερα. Του είχε κάνει εντύπωση η εμμονή του στο ποντάρισμα των orphalines, των “ορφανών αριθμών”.
Εξαίρεση για εκείνο το βράδυ ένας κύριος με εντυπωσιακή cult εμφάνιση, τον οποίο ο Λουκάς θυμόταν από παλιότερα. Του είχε κάνει εντύπωση η εμμονή του στο ποντάρισμα των orphalines, των «ορφανών αριθμών».
Πάντα μεγάλα πονταρίσματα και πάντα εκεί… στα «ορφανά»… Ο συγκεκριμένος άνθρωπος, χωρίς καν να το γνωρίζει, ήρθε σαν μάννα εξ ουρανού. Τίποτα δεν προμήνυε αυτό που θα ακολουθούσε. Ίσως, βέβαια, το μακρινό ταξίδι και η συγκινησιακή ένταση του μνημοσύνου να έπαιξαν τελικά τον ρόλο τους.
Ο κύριος με το παχύ μουστάκι, το Rolex που λαμποκοπούσε και το χρυσό δαχτυλίδι που θύμιζε εποχές 80’s, κρατώντας με το ένα χέρι το ποτήρι με το ουίσκι, έπιασε με το άλλο τις μάρκες που είχε μπροστά του και τις πέταξε με αποφασιστικότητα, αλλά και αναίδεια προς το μέρος της κρουπιέρισσας. Με βραχνή φωνή από τον καπνό του τσιγάρου, που μόλις ειχε ξεφυσήξει προς το μέρος του Λουκά, αναφώνησε
– Τρεις χιλιάδες ευρώ στα ορφανά…τελείωνε!!!
Η κρουπιέρισσα, σχεδόν μηχανικά σαν ρομπότ και με έκδηλη στάση δουλοπρέπειας, τοποθέτησε τις πεταμένες μάρκες στο σημείο που έπρεπε και επανέλαβε με σταθερή, ανέκφραστη φωνή:
– Τρεις χιλιάδες ευρώ στα ορφανά για τον κύριο.
Ο Λουκάς, στο άκουσμα αυτής της φράσης που επαναλήφθηκε μονότονα και τόσο ανέκφραστα μπροστά του, ένιωσε ένα τράνταγμα. Ήταν σαν να κεραυνοβολήθηκε, ήταν μια αίσθηση πνιγμού. Ο καπνός που αιωρούνταν μπροστά του, ο ήχος της μπίλιας που γύριζε στη ρουλέτα, οι φωνές από το διπλανό τραπέζι όπου ένας ξερακιανός κύριος ωρύονταν πως το καζίνο είναι η μεγαλύτερη απάτη… «τρεις χιλιάδες ευρώ στα ορφανά»… Του ήρθε μια ξαφνική αναγούλα. Ένιωσε την ανάγκη να πάει αμέσως στην τουαλέτα. Οι λέξεις χτυπούσαν σαν ήχος από μεγάλες καμπάνες στα μηνίγγια του.
Φτάνοντας στην τουαλέτα, ξερνούσε ασταμάτητα και ήταν σαν να ξερνά τα δέκα αυτά χρόνια της απόλυτης παρακμής του. Σκέψεις, άγχη, απώλειες, εθισμός… όλα θάφτηκαν μέσα στη βρώμικη τουαλέτα του σιχαμερού ναού του χρήματος.
Λίγα λεπτά αργότερα, περνούσε για τελευταία φορά την πύλη εξόδου του καζίνο. Δεν θα επέστρεφε ποτέ. Ήταν σαν να βγήκε από ένα βαθύ κώμα. Ανέπνευσε τον καθαρό αέρα της βραδινής αύρας που γέμισε τα πνευμόνια του. Ήταν ώρα να πάει για ύπνο. Άλλωστε, είχε πρωινό ξύπνημα αύριο. Έπρεπε να περάσει από την τράπεζα και να καταθέσει τρεις χιλιάδες ευρώ ως δωρεά στο Ορφανοτροφείο «Ηλιαχτίδα».