Γραφει ο chris mylonas
Ανέκαθεν με συγκινούσε και με γοήτευε το καθάριο και αγνό βλέμμα των ανθρώπων. Από μικρός πίστευα πως εκείνοι που θέλουν να κρυφτούν και να σε ξεγελάσουν είναι αυτοί που στρέφουν αλλού το βλέμμα τους όταν σου μιλούν…αλλά και το αντίστροφο· οι αληθινοί και ντόμπροι άνθρωποι έχουν τη δύναμη να σε κοιτούν κατάματα και να σε αφήνουν να διαβάσεις τη σκέψη τους κι αν είσαι κάπως πιο διερευνητικός κι επίμονος, ίσως να σε αφήσουν να διαβάσεις και τα απόκρυφα της ψυχής τους.
Το νοικιασμένο τζιπάκι σταμάτησε μ’ένα απότομο φρενάρισμα στην άκρη του δρόμου, σχεδόν στην αρχή του χωριού, στον Πύργο της Τήνου. Ήταν ενστικτώδης η κίνηση, καθώς η Ελίζα, η τότε σύντροφος μου, είχε πάθος με τις τέχνες και το θεωρούσε σχεδόν ιεροσυλία να μην αποκτήσει ένα μαρμάρινο γλυπτό από κάποιον καλλιτέχνη του φημισμένου για τη μαρμαροτεχνία νησιού.
– Να, εδώ. Σταμάτα, αγάπη μου! Δες! Μαρμαρογλυφείο. Αυτό ακριβώς που έψαχνα.
Μολονότι ήξερα πως θα χάναμε πολύ χρόνο και προείχε μια βόλτα στα όμορφα σοκάκια του ιδιαίτερου ορεινού χωριού, εντούτοις, σταμάτησα γιατί δεν άντεχα την γκρίνια, που με την αυγουστιάτικη μεσημεριανή ζέστη θα γινόταν ακόμα πιο αφόρητη.
– Θα πάμε, αλλά για λίγο, είπα με έναν δήθεν αυστηρό τόνο στη φωνή, αλλά δεν κατάλαβα για πότε βρέθηκα μέσα στο μαρμαρογλυφείο του κυρίου Μιχαήλ.
Εκεί, λοιπόν, ένιωσα μια απίστευτη έκπληξη όταν διαπίστωσα πως οι δημιουργίες του ανθρώπου που θα συναντούσα σε λίγο να λαξεύει με τόση σπουδή και αγάπη το μάρμαρο ήταν στ’αλήθεια μαγευτικές. Η Ελίζα χάθηκε μέσα στη μικρή κι ανεπιτήδευτα όμορφη έκθεση των γλυπτών και των χαρακτικών. Εγώ, προχωρώντας, είδα μια ανθρώπινη φιγούρα, σκυμμένη πάνω από μια μαρμάρινη πλάκα, κρατώντας ένα σφυρί και φορώντας μια μάσκα, σαν αυτές που μετά από χρόνια θα φορούσαμε όλοι μας λόγω της πανδημίας. Αρχικά νόμιζα πως δεν μας είχε ακούσει καν και απλώς συνέχιζε τη δουλειά του.
– Καλωσορίσατε, ακούστηκε να λέει ξαφνικά. Και άφησε αμέσως κάτω το εργαλείο που είχε στο χέρι και λάξευε έναν γλυπτό γλάρο, λες και το θεώρησε αγένεια που αμέλησε να μας προϋπαντήσει.
Η Ελίζα συνέχισε να περιεργάζεται τα όμορφα γλυπτά του κυρίου Μιχαήλ, τα φωτογράφιζε, τα βιντεοσκοπούσε. Ήταν σε μια διαρκή αναζήτηση του τέλειου έργου που θα έπαιρνε μαζί της πίσω στο Παρίσι.
– Αγάπη μου, να θυμάσαι πως έχουμε ταξίδι με αεροπλάνο και πως σίγουρα θα βγουν υπέρβαρες οι αποσκευές, αν πάρεις κάτι μεγάλο μαρμάρινο, της φώναξα από μακριά καθώς ήμουν σίγουρος πως θα παρασυρθεί από τη φιλοτεχνία της και ούτε καν θα σκεφτεί το πώς θα κουβαλήσουμε στο αεροπλάνο κάποιο από τα γλυπτά.
– Άστην να διαλέξει κι εγώ θα σας το στείλω με courier, μου έγνεψε ο κύριος Μιχάηλ.
Εμένα όμως μ’ενδιέφερε να μάθω πώς αυτός ο άνθρωπος αποφάσισε ν’ασχοληθεί με την τέχνη της γλυπτικής. Ένιωθα σαν ρεπόρτερ που ήθελε να πάρει συνέντευξη από έναν ανερχόμενο καλλιτέχνη.
Φορώντας ακόμα τη μάσκα του, σαν να την ξέχασε φορεμένη πάνω του από συνήθεια, ο κύριος Μιχαήλ άρχισε να μου αφηγείται την ιστορία της ζωής του.
Όλα ξεκίνησαν όταν σε ηλικία έξι ετών έχασε τη μητέρα του και άρχισε να μένει μαζί με τον πατέρα του. Ο πατέρας του κυρίου Μιχαήλ ήταν φαροφύλακας και όπως μου είπε κάθε δυο με τρία χρόνια μετακόμιζαν και σε κάποιο άλλο αιγαιοπελαγίτικο νησί. Ο άνθρωπος που είχα μπροστά μου και μου μιλούσε μισοδακρυσμένος από συγκίνηση, γιατί βρέθηκε κάποιος που ενδιαφερόταν να μάθει για τη ζωή του, για το παρελθόν του, μεγάλωσε, λοιπόν, μέσα σε φάρους… Τις ατέλειωτες μοναχικές ώρες των παιδικών του χρόνων τις περνούσε σκαλίζοντας ξύλα, αλλά και πέτρες και αργότερα κομμάτια από μάρμαρο.
Η μέρα που σημάδεψε τον κύριο Μιχαήλ ήταν όταν ο Τήνιος παππούς του του μίλησε για τον Γιαννούλη Χαλεπά.
Του είχε αφηγηθεί όλη την ιστορία του διάσημου γλύπτη, εξιστορώντας τα δύσκολα χρόνια του ψυχιατρείου και της απόρριψης από τους ίδιους του τους γονείς.
Και ενώ μου μιλούσε για τα χρόνια στον φάρο και τον παππού του μου δείχνει δυο έργα του που με συγκλόνισαν. Εμπνευσμένα από τη ζωή του Χαλεπά και την επίδραση που είχαν στη δίκη του ψυχοσύνθεση.
– Να, δες παλικάρι μου, μου είπε. Αυτό εδώ είναι το «Έρεβος» και ακριβώς από πάνω έχω φιλοτεχνήσει το «Δέντρο της Ζωής». Έτσι ήταν η ζωή του Χαλεπά. Κάπως έτσι ήταν και η δίκη μου.
Το καθάριο βλέμμα του κυρίου Μιχαήλ έγινε ξάφνου πιο σκοτεινό. Τα μάτια του βούρκωσαν, αλλά μου έδωσε το χέρι και μου είπε:
– Βλέπεις όμως; Το δέντρο της ζωής το έχω βάλει από πάνω. Γιατί πάντοτε πρέπει να ελπίζουμε σε καλύτερες μέρες ακόμα κι όταν έχουμε βιώσει το βαθύτερο σκοτάδι.
Κατάλαβα πολλά περισσότερα από όσα ήθελε να μου πει και του έγνεψα με συγκατάβαση.
– Αγάπη μου, αποφάσισα τελικά να πάρω αυτόν τον μικρό μαρμάρινο γλάρο. Είναι ελαφρύς και δεν θα έχουμε θέμα με τις βαλίτσες…Και δες τιμή…εκπληκτική δουλειά σε εξαιρετική τιμή.
Ο κύριος Μιχαήλ κατέβασε επιτέλους την ξεχασμένη μάσκα και μας έσκασε ένα διάπλατο χαμόγελο, λέγοντας πως αυτό το έργο του θυμίζει τα χρόνια του φάρου, που παρατηρούσε τους γλάρους να πετούν γύρω από τον βράχο στον Φάρο Αρμενιστή της Μυκόνου. Χαμογέλασα κι εγώ. Το ίδιο και η Ελίζα που είχε κάνει μια επιτυχημένη αγορά.