Τα καλοκαίρια της παιδικής μας ηλικίας, είτε μας έβρισκαν στη Λευκωσία, είτε στη Γιαλούσα είχαν ένα βασικό χαρακτηριστικό στοιχείο. H καλοκαιρινή ραστώνη επέβαλλε τη μεσημβρινή αργία, από τις 13.00 μέχρι 16.00, κατά την οποία θα έπρεπε να κοιμόμαστε ή στην καλύτερη περίπτωση να κάνουμε ησυχία, για να απολαμβάνουν οι μεγαλύτεροι τον ύπνο τους. Ακόμη και στην παραλία, τις συγκεκριμένες ώρες δεν επιτρεπόταν η έκθεσή μας στον ήλιο, ούτε και η ενασχόλησή μας με οποιοδήποτε θαλάσσιο ή άλλο σπορ που θα χρειαζόταν η μπάλα και θα περιλάμβανε φωνές παιδικές κάτω από τον καυτό ήλιο του κυπριακού καλοκαιριού.
Θα έπρεπε, λοιπόν, ως μικρός με ανήσυχο πνεύμα, να διοχετεύσω την ενέργεια μου και την ανυπομονησία μου για δράση, μέχρι να πάρω το ελεύθερο από τη μάνα μου, σε κάτι άλλο. Θα έπρεπε να ασχολούμαι με κάτι που θα με περιόριζε στους 4 τοίχους του δωματίου ή κάτω από την ομπρέλα της θάλασσας τις ώρες της μεσημβρινής αργίας.
Θα έπρεπε, λοιπόν, ως μικρός με ανήσυχο πνεύμα, να διοχετεύσω την ενέργεια μου και την ανυπομονησία μου για δράση, μέχρι να πάρω το ελεύθερο από τη μάνα μου, σε κάτι άλλο. Θα έπρεπε να ασχολούμαι με κάτι που θα με περιόριζε στους 4 τοίχους του δωματίου ή κάτω από την ομπρέλα της θάλασσας τις ώρες της μεσημβρινής αργίας.
Η πλέον ενδιαφέρουσα λύση ήταν η Μουσική, κυρίως η ξενόφερτη μουσική Ροκ και οι κασέτες που εξασφαλίζαμε από ηχογραφήσεις που κάναμε από το B.F.B.S. στις περιζήτητες κασέτες ΜΕΜΟREX, TDK, MAXELL κ.λπ.
Μεγάλωσα με τα μουσικά ακούσματα του μεγαλύτερου αδελφού μου και οι SLADE, SWEET, QUEEN, DAVID BOWIE, GARY GLITTER, για να αναφέρω ορισμένους, ήταν μερικά από τα ονόματα που με συντρόφευαν καθημερινά τις ώρες περιορισμού μου και έντυναν τη φαντασία μου με πολύχρωμες και δυνατές εικόνες. Εικόνες με τόση ένταση, χρώμα και δύναμη, όση ακριβώς έχουν και τα Συγκροτήματα/Τραγουδιστές που «ακούγονταν ευχάριστα στο αυτί μου» – όπως λέει και ο Νιόνιος.
Οι καλύτερες στιγμές της ΡΟΚ Μουσικής της δεκαετίας του ΄70, που ομολογουμένως είναι η καλύτερη δεκαετία από πλευράς ήχου, εμφάνισης, σκηνικής παρουσίας, ζωντάνευαν μέσω του κασετοφώνου στις ατέλειωτες, μονόχνοτες και κουραστικές ώρες της θερινής ραστώνης.
Αυτές λοιπόν τις βασανιστικές ώρες του υποχρεωτικού περιορισμού, εγώ τις μετέτρεπα σε ένα ταξίδι, στο οποίο η φαντασία μου με τοποθετούσε στο πλήθος, να ακούω ζωντανά, με εκστασιασμό, το αγαπημένο μου κομμάτι και να συμμετέχω στο ροκ παραλήρημα του ήχου και της εικόνας των αγαπημένων μου κομματιών.
Αυτές λοιπόν τις βασανιστικές ώρες του υποχρεωτικού περιορισμού, εγώ τις μετέτρεπα σε ένα ταξίδι, στο οποίο η φαντασία μου με τοποθετούσε στο πλήθος, να ακούω ζωντανά, με εκστασιασμό, το αγαπημένο μου κομμάτι και να συμμετέχω στο ροκ παραλήρημα του ήχου και της εικόνας των αγαπημένων μου κομματιών.
Τα κασετόφωνά μας, όσο πιο δυνατά ,πιο γρήγορα και όσο πιο ανεβασμένα μας άφηναν οι Γονείς μας να τα χρησιμοποιήσουμε, ήταν η δική μας σανίδα σωτηρίας, η διέξοδός μας, από τον περιορισμό της μεσημβρινής αργίας που άπλωνε σαν ασφυκτικό πέπλο πάνω από την παιδική μας ανάγκη να συναντήσουμε τους φίλους μας για ανέμελα παιγνίδια στη πανέμορφη παραλία του Μούσσιη.
Η ΡΟΚ, για άλλη μια φορά, ήταν η αφύπνιση, που τόσο έντονα και αρκετές φορές μάταια ζητούσα, για να επιστρέψω στο βαθύ μπλε της Γιαλούσας.
Στη φωτογραφία απεικονίζεται το βαθύ μπλε της θάλασσας στη Γιαλούσα και είναι λήψη του Αειθαλούς.