Επισήμως πια έχει αρχίσει η καλοκαιρινή περίοδος. Έκλεισαν τα σχολεία, ξεκίνησαν τα καλοκαιρινά σχολεία (θείο δώρο για πάρα πολλούς γονείς), ο καύσωνας είναι εδώ και ζει μαζί μας και όλοι αρχίσαμε να κινούμαστε σε πιο χαλαρούς ρυθμούς, σε βεράντες, παραλίες και ορεινές εκδρομές, οργανώνοντας παράλληλα τις διακοπές μας.
Οι συζητήσεις στον χώρο εργασίας, ανάμεσα σε γνωστούς και φίλους, στο κομμωτήριο, την αισθητικό, τη φρουταρία, το κρεοπωλείο, αφορούν από πολύ νωρίς την ερώτηση «που θα πάτε φέτος διακοπές». Η απάντηση, αναλόγως, συνοδεύεται από επιφωνήματα ενθουσιασμού, θαυμασμού, επιβεβαίωσης για την επιλογή του προορισμού, ενίοτε και λίγης ζήλειας για όσους δεν θα μπορέσουν να φτάσουν σε υψηλές προσδοκίες ούτε αυτό το καλοκαίρι.
Κάπου εκεί κοντά στην εκατοστή φορά που απαντώ για τις δικές μου προγραμματισμένες διακοπές νιώθω συχνά μια μικρή κρίση πανικού.
Κάπου εκεί κοντά στην εκατοστή φορά που απαντώ για τις δικές μου προγραμματισμένες διακοπές νιώθω συχνά μια μικρή κρίση πανικού.
Θέλω πάρα πολύ να ενοχοποιήσω τη μάσκα, που έχω μόνιμα στο πρόσωπό μου τον τελευταίο χρόνο, αλλά συνειδητοποιώ με πίκρα ότι πρόκειται για τα παραλειπόμενα της νιότης μου.
Αντιλαμβάνομαι ότι η «εποχική συναισθηματική διαταραχή» γνωστή και ως summertime sadness μπορεί τελικά να έχει και άλλες αιτίες, πέραν των βιοχημικών παραγόντων που επικαλούνται οι επιστήμονες. Γιατί αισθάνομαι, πως μερικοί άνθρωποι έχουν χάσει το νόημα και πνίγονται, όχι μόνο στον ιδρώτα λόγω καύσωνα, αλλά και στην ανάγκη να φτιάξουν ονειρεμένα σκηνικά για αξέχαστες διακοπές.
Γιατί αισθάνομαι, πως μερικοί άνθρωποι έχουν χάσει το νόημα και πνίγονται, όχι μόνο στον ιδρώτα λόγω καύσωνα, αλλά και στην ανάγκη να φτιάξουν ονειρεμένα σκηνικά για αξέχαστες διακοπές.
Αμέσως αναπολώ εκείνα τα καλοκαίρια που έφευγα με ελάχιστα στη βαλίτσα και οι περιπλανήσεις ήταν ακαθόριστες και χαλαρές. Σε καράβια με φραπέ στο κατάστρωμα, με ενοικιαζόμενα μηχανάκια στα ελληνικά νησιά, road trips χωρίς ουσιαστική αρχή και τέλος, με τρένα σε Ευρωπαϊκές πόλεις, να παίρνω τηλέφωνο τους γονείς μου από καρτοτηλέφωνα και να στέλνω postcards. Πιο πολύ όμως γυρίζω πίσω στα καλοκαίρια της παιδικής μου ηλικίας.
Εκείνα τα ατέλειωτα ζεστά καλοκαίρια.
Οι «αναγκαστικές» διακοπές στο χωριό, οι οποίες εξελίσσονταν σε μικρές περιπέτειες με φίδια, βόλτες με τρακτέρ και τηγανιτές πατάτες με αυγά κάθε μέρα, γιατί η γιαγιά δεν μας χαλούσε ποτέ χατίρι.
Το ατέλειωτο παιχνίδι στις αυλές των σπιτιών μας μέχρι το βράδυ. Η αξεπέραστη απόλαυση όταν τρώγαμε φέτες καρπούζι. Το «βασανιστήριο» της «μεσημβρινής αργίας», που μας ανάγκαζε υποχρεωτικά να μαζευτούμε σπίτι μέχρι το ρολόι να σημάνει 4μμ για να ξαναβγούμε. Τον νεροπόλεμο με το λάστιχο της αυλής προς αναζήτηση λίγης δροσιάς στη Λευκωσία που δεν έχει θάλασσα (ούτε και πισίνες τότε). Τις παγωμένες λεμονάδες. Τη θλίψη μας κάθε φορά που έφευγε ένας από την παρέα της γειτονιάς για διακοπές και τη χαρά μας όταν γύριζε μετά από μια βδομάδα. Τα παγωτά που αγοράζαμε από τον «παγωτάρη» που ερχόταν κάθε απόγευμα στη γειτονιά και μας εκνεύριζε που δεν κερνούσε ποτέ.
Και τα βράδια στο πεζοδρόμιο να κοιτάμε τα αστέρια και να χαζολογούμε μέχρι να ακούσουμε τις φωνές των μανάδων μας που μας υπενθύμιζαν ότι έπρεπε να μαζευτούμε επιτέλους σπίτι.
Αυτή η αλητεία ήταν ό,τι πιο όμορφο μπορεί να ζήσει κανείς. Η ανεμελιά της παιδικής ηλικίας και η άγνοια όλων όσων συνοδεύουν την ενηλικίωση νομίζω πως συνιστούν το καλοκαίρι.
Αυτή η αλητεία ήταν ό,τι πιο όμορφο μπορεί να ζήσει κανείς. Η ανεμελιά της παιδικής ηλικίας και η άγνοια όλων όσων συνοδεύουν την ενηλικίωση νομίζω πως συνιστούν το καλοκαίρι.
Αυτόν τον Ιούλιο, που ξεκίνησε σκληρά και βίαια για κάποιους, ας τον ζήσουμε όσο πιο απλά γίνεται. Με όλα όσα μας κάνουν πραγματικά ευτυχισμένους, ακόμα κι αν αυτό είναι μια φέτα καρπούζι ή μια παγωμένη λεμονάδα.